Κορυφάσιον

Κορυφάσιον
Κορυφάσιον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κορυφασίου — Κορυφάσιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφασίῳ — Κορυφάσιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КОРИФАСИОН —    • Coryphasium,          Κορυφάσιον, мыс в Мессении в северной части Пилосской бухты, с городом того же имени, известен в истории как место весьма важных по своим последствиям действий афинского полководца Демосфена в 425 г. до Р. X.; н. Старый …   Реальный словарь классических древностей

  • σποργίλος — ὁ, Α είδος πουλιού, πιθ. ο σπουργίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σποργ ίλος / σπέργ ουλος συνδέονται με τ. τής Γερμανικής και Βαλτικής με σημ. «σπουργίτι» και φωνηεντισμό e, όπως αρχ. άνω γερμ. sperka, αρχ. πρωσ. spergla (και με διαφορετικό φωνηεντισμό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”